Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέτωπον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέτ-ωπον, τό (μετά, ὤψ),· I. το διάστημα ανάμεσα στα μάτια, κούτελο, μέτωπο, σε Όμηρ. κ.λπ. II. το μπροστινό μέρος του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το μέτωπο (η πρώτη γραμμή) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· ἐπὶ μετώπου ή ἐν μετώπῳ, σε παράταξη γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ κέρως ή κέρας (κατά στήλες, σε στοίχιση), σε Ξεν.