Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέτρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέτρον, τό, I. αυτό δια του οποίου μετριέται, υπολογίζεται το οτιδήποτε: 1. μέτρο σύγκρισης ή κανόνας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄνδρα πάντων χρημάτων μέτρον εἶναι, είναι το υπέρτατο μέτρο για όλα τα πράγματα, σε Πλάτ. 2. μονάδα μέτρησης περιεχομένου, είτε στερεού είτε υγρού, δῶκεν μέθυ, χίλια μέτρα, σε Ομήρ. Ιλ.· εἴκοσι μέτρα ἀλφίτου, σε Ομήρ. Οδ. 3. αυτό που έχει ή μπορεί να μετρηθεί, το μήκος, το μέγεθος, μέτρα κελεύθου, το μήκος του δρόμου, σε Ομήρ. Οδ.· μέτρον ἑξήκοντα σταδίους, σε Θουκ.· μέτρον ἥβης, το πλήρες ως προς το μέτρο, δηλ. κορύφωση, ακμή, λέγεται για τη νεότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· μέτρα μορφῆς, το μέγεθος και το σουλούπι κάποιου, σε Ευρ. 4. το πρέπον μέτρο ή όριο, αναλογία, μέτραφυλάσσεσθαι, σε Ησίοδ.· κατὰ μέτρον, στον ίδ.· ὑπὲρ μέτρον, σε Θέογν.· πλέον μέτρου, σε Πλάτ.· μέτρῳ = μετρίως, σε Πίνδ. II. 1. το μέτρο του στίχου, σε αντίθ. προς το μέλος (μελωδία, αρμονία) και τον ῥυθμόν (χρόνος, το τέμπο της μελωδίας), σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. στίχος (ποιητικός), σε Πλάτ.