Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέτριος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέτριος, , -ον και -ος, -ον (μέτρον),·
Α.
εντός των πλαισίων του μέτρου, απ' όπου: I. λέγεται για μέγεθος, μετρίου ύψους, σε Ηρόδ.· μέτριος πῆχυς, η μέτρια, η συνήθης μονάδα μέτρησης μήκους, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για χρόνο, σύνηθες, μέτριο χρονικό διάστημα, σε Πλάτ. II. χρησιμ. για αριθμό, για ποσότητα, λίγος, σε Ξεν. III. 1. λέγεται για κοινωνική βαθμίδα, αυτός που έχει ταπεινή προέλευση, μέτριος, κοινός, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.· ταπεινής ή μεσαίας κοινωνικής τάξης, σε αντίθ. προς την υψηλή ή πολύ χαμηλή κοινωνική τάξη, στους Τραγ. κ.λπ.· τὸ μέτριον, το κοινό, το σύνηθες, Λατ. aurea mediocritas, σε Σοφ.· ομοίως, τὰ μέτρια, σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, μετρία φιλία, μια όχι και τόσο σπουδαία φιλία, στον ίδ.· μετρίῳ ἐσθῆτι χρῆσθαι, κοινό, καθημερινό φόρεμα, σε Θουκ.· μετρίᾳ φυλακῇ, χωρίς στενή συνοδεία, στον ίδ.· οἱ μέτριοι, συνήθεις άνθρωποι, το κοινό είδος, σε Δημ.· επίσης, ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι, μόλις επαρκές, σε Πλάτ. 2. μετριοπαθής, ανεκτικός, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τὰ μέτρια, μετριοπαθείς, επιεικείς όροι, σε Θουκ. 3. λέγεται για πρόσωπα, μετριοπαθής, μετρημένος, ενάρετος, σε Θέογν., Ευρ.· μετριώτεροι ἐς τὰ πολιτικά, σε Θουκ.· μέτριοι πρὸς δίαιταν, σε Αισχίν. 4. συμμετρικός, κατάλληλος, σε Ξεν. Β. I. 1. επίρρ. μετρίως, μετριοπαθώς, εντός των καθορισμένων ορίων, στο καθορισμένο μέτρο, δικαίως, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μετρίως ἔχειν τοῦ βίου, είναι μετρίως ευκατάστατος, σε Ηρόδ.· συγκρ. μετριώτερον, υπερθ. -ώτατα, σε Θουκ. 2. αρκετά, επαρκώς, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. σεμνά, με μετριοπάθεια, σε Ευρ., Ξεν.· με δίκαιους όρους, σε Θουκ. II. το ουδ. μέτριον και μέτρια χρησιμ. επίσης ως επίρρ., σε Πλάτ.· με άρθρο, τὸμέτριον, σε Ξεν.· τὰ μέτρια, σε Θουκ.