Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέτοχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέτοχος, -ον (μετέχω),· I. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι, που συμμετέχει κάπου, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. II. ως ουσ., συνεργάτης, συνεργός, τοῦφόνου, σε Ευρ.· απόλ., σε Θουκ.