Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέταλλον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέταλλον, τό, I. μεταλλείο ή λατομείο, ἁλὸς μέταλλον, ορυχείο αλατιού, αλατωρυχείο, σε Ηρόδ.· χρύσεα καὶἀργύρεα μέταλλα, ορυχεία αργύρου και χρυσού, στον ίδ.· μέταλλα (μόνο), ορυχεία αργύρου, σε Ξεν.· μαρμάρου μέταλλον, λατομεία μαρμάρου, σε Στράβ. II. η έννοια του μετάλλου, Λατ. metallum, δεν υπάρχει στην κλασική περίοδο της ελλ. γλώσσας (πιθ. όπως το μεταλλάω, από το μετ' ἄλλα, έρευνα για άλλα πράγματα).