LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μέροψ"
- μέρ-οψ, -οπος, ὁ (μείρομαι, ὄψ), μόνο στον πληθ. ως επιθ. προσδιορισμός για ανθρώπους, αυτός που μιλάει έναρθρα, προικισμένος με το χάρισμα του λόγου, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απ' όπου, μέροπες ως ουσ., = ἄνθρωποι, σε Αισχύλ., Ευρ.