Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέρος, -εος, τό, I. 1. μέρος, μερίδιο, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. μερίδιο, κληρονομιά, κλήρος, σε Αισχύλ.· ἀπὸ μέρους, λαμβάνοντας υπόψη τη σειρά, την τάξη (σε προαγωγή, διαδοχή), σε Θουκ. II. η σειρά κάποιου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀγγέλου μέρος, η σειρά του να αναλάβει καθήκοντα αγγελιοφόρου, σε Αισχύλ.· ἀνὰ μέρος, με κανονική ακολουθία (ο ένας μετά τον άλλον), ακολουθία, διαδοχή που σέβεται την τάξη, σε Ευρ.· ομοίως, κατὰ μέρος, σε Θουκ.· ἐν μέρει, σε κανονική ακολουθία, με τάξη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐντῷ μέρει, στη σειρά, στον ίδ.· παρὰ τὸ μέρος, εκτός σειράς, σε Ξεν.· πρὸς μέρος, κατ' αναλογία, αναλόγως, σε Θουκ.· τὸ μέρος, μερικώς, εν μέρει, σε Ηρόδ. III. το μερίδιο που λαμβάνει κάποιος από κάτι, το μέρος που προορίζεται για κάποιον, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μέρος, το μέρος μου ή το μέρος σου, δηλ. απλώς εγώ ή εμένα, εσύ ή εσένα, σε Σοφ.· και απόλ. ως επίρρ., τοὐμὸν μέρος, κατά τη γνώμη μου, Λατ. quod ad me attinet, στον ίδ. IV.1. ένα μέρος, σε αντίθ. προς το σύνολο, ἡμέρας μέρος, σε Αισχύλ.· διαίρεση, τμήμα στρατεύματος, σε Ξεν. τὰπέντε μέρη, πέντε έκτα, τὰ ὀκτὼ μέρη, οκτώ ένατα, κ.λπ. 2. ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, ποιεῖσθαι, τοποθετώ στην τάξη, στη σειρά του..., θεωρώ κάποιον ασήμαντο, σε Πλάτ.· ἐνοὐδενὸς εἶναι μέρει, θεωρείται ανάξιος λόγου, σε Δημ.· ἐν προσθήκης μέρει, ως παράρτημα, προσθήκη, στον ίδ.