Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέρμερος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέρμερος, -ον, I. αυτός που προκαλεί ανησυχία, βλαπτικός, καταστροφικός, μέρμερα μητίσασθαι, συλλογίζομαι τις καταστροφές, σε Ομήρ. Ιλ.· μέρμερα ῥέζειν, στο ίδ.· πολέμοιο μ. ἔργα, στο ίδ. II. λέγεται για πρόσωπα, ανήσυχος, δύστροπος, σκυθρωπός, σε Πλάτ.