Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μένω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μένω, Ιων. παρατ. μένεσκον, Ιων. μέλ. μενέω, Αττ. μενῶ, αόρ. αʹ ἔμεινα, παρακ. μεμένηκα· Λατ. maneo· I. 1. μένω, είμαι σταθερός, αντέχω στη μάχη, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μένω κατὰ χώραν, λέγεται για στρατιώτες, σε Θουκ. 2. παραμένω στο σπίτι μου, παραμένω εκεί που βρίσκομαι κάποιος, δεν σαλεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· μένω εἴσω δόμων, σε Αισχύλ.· κατ' οἶκον, σε Ευρ. κ.λπ.· αλλά, μένω ἀπό τινος, μένω (στέκομαι) μακριά από κάποιον, από κάτι, σε Ομήρ. Ιλ. 3. παραμένω, αναμένω, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. λέγεται για πράγματα, είμαι μεγάλης διάρκειας, παραμένω, διαρκώ, μένω σταθερός, στήλη μένει ἔμπεδον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 5. λέγεται για κατάσταση, παραμένω όπως ήμουν, λέγεται για ανύπαντρη κοπέλα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἢν μείνωσιν ὅρκοι, εάν οι όρκοι τηρηθούν, σε Ευρ.· μένω ἐπὶ τούτων, παραμένω ικανοποιημένος με..., σε Δημ. 6. είμαι σταθερός σε μια άποψη, πεποίθηση, κ.λπ.· ἐπὶτῷ ἀληθεῖ, σε Πλάτ. 7. απρόσ. με απαρ., μένει σε κάποιον να κάνει (κάτι), ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει, σε Ευρ. II. μτβ., αναμένω, προσδοκώ, προσμένω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, όπως το Λατ. manere hostem, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, επίσης, με αιτ. και απαρ., ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; περιμένετε πράγματι τους Τρώες να έλθουν κοντά; σε Ομήρ. Ιλ.· μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περίμεναν να έρθει το απόγευμα, σε Ομήρ. Οδ.· μένωδ' ἀκοῦσαι, περιμένω, δηλ. επιθυμώ να ακούσω, σε Αισχύλ.