Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέμφομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέμφομαι, μέλ. μέμψομαι, αόρ. αʹ ἐμεμψάμην, επίσης Παθ. τύπος ἐμέμφθην· I. κατηγορώ, επικρίνω, βρίσκω σφάλμα σε πρόσωπο ή πράγμα, με αιτ., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ. 2. με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ., καταλογίζω σε κάποιον κάτι σαν σφάλμα, του το πετώ κατά πρόσωπο, Λατ. exprob-are ή objicere alicui, σε Ηρόδ., Αττ. 3. με δοτ. προσ. μόνο, βρίσκω σφάλμα σε κάποιον, στους Τραγ.· με γεν. πράγμ. μόνο, παραπονούμαι για ένα ζήτημα, σε Ευρ., Θουκ.· και με τις δύο αυτές εκδοχές, τοῦδ' ἂν οὐδεὶς μέμψαιτό μοι, κανείς δεν θα με επέκρινε γι' αυτό, σε Αισχύλ. 4. με απαρ. που ακολουθ. από πλεοναστικό μή, μέμφομαι μὴ πολλάκις βουλεύεσθαι, καταλογίζω ως σφάλμα το να κάνει κάποιος κάτι, σε Θουκ.