Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέλος, -εος, τό, I. μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου, σε Όμηρ. κ.λπ.· μελέων ἔντοσθε, στο εσωτερικό του σώματός μου, σε Αισχύλ.· κατὰμέλεα, κομμάτι-κομμάτι, όπως το μελεϊστί, σε Ηρόδ. II. 1. τραγούδι, μελωδία, μουσικός τόνος, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· ιδίως, λέγεται για τη λυρική ποίηση, ἐν μέλεϊ ποιέειν, συνθέτω σε λυρικό μουσικό ιδίωμα, σε Ηρόδ.· μέλη, τά, λυρική ποίηση, χορικά (χορωδιακά) τραγούδια, σε αντίθ. προς τα διαλογικά μέρη, σε Πλάτ. 2. το μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα τραγούδι, μουσικός τόνος, στον ίδ.· ἐν μέλει, σύμφωνα με τον μουσικό τόνο, στον ίδ.· παρὰ μέλος, εκτός μουσικού τόνου, παράφωνα, στον ίδ.