Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέλι"

Βρέθηκαν 51 λήμματα [1 - 20]
μέλῐ, τό, γεν. -ιτος κ.λπ., Λατ. mel, μέλι, σε Όμηρ. κ.λπ.
μελία, Ιων. -ίη, , I. το δέντρο μελιά ή φλαμουριά, Λατ. fraxinus, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. κοντάρι από ξύλο του δέντρου αυτού, στο ίδ.
μελί-βρομος, -ον (βρέμω), αυτός που ηχεί ευχάριστα, γλυκά, σε Ανθ.
μελί-γδουπος, -ον, γλυκόλαλος, σε Πίνδ.
μελί-γηρυς, Δωρ. -γᾶρυς, -υος, , , αυτός που διαθέτει γλυκιά φωνή, μελωδικός, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
μελί-γλωσσος, -ον (γλῶσσα), αυτός που έχει γλυκιά γλώσσα, φωνή, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
μελίζω (μέλος IΙ), Δωρ. μελίσδω, Δωρ. Μέσ. μέλ. μελίξομαι· I. κουρδίζω όργανο ή συντονίζω τη φωνή μου, τραγουδώ, τραγουδώ περίτεχνα, σε Θεόκρ.· κυρίως σε κείμενα του Μεσαίωνα, σε Θεόκρ., Ανθ. II. μτβ., τραγουδώ για κάτι, γιορτάζω με τραγούδι, σε Πίνδ., Αισχύλ.
μελι-ηδής, -ές (ἡδύς), γλυκός σαν μέλι, λέγεται για κρασί, σε Όμηρ.· μεταφ., μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα, σε Ομήρ. Ιλ.· μελιηδὴς ὕπνος, σε Ομήρ. Οδ.
μελί-θρεπτος, -ον (τρέφω), αναθρεμμένος με μέλι, σε Ανθ.
μελί-κηρον, τό, κερί μέλισσας, κηρήθρα, σε Θεόκρ.
μελί-κομπος, -ον, αυτός που ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.
μελί-κρητον, Αττ. -κρᾶτον, τό (κεράννυμι), ποτό από μέλι και γάλα που προσφερόταν ως σπονδή στους χθόνιους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.
μελικτής, -οῦ, , Δωρ. -κτάς (μελίζω), τραγουδιστής, εκτελεστής μουσικού οργάνου, σε Θεόκρ., Μόσχ.
μελί-λωτον, τό, επίσης μελί-λωτος, είδος τριφυλλιού, πλούσιο σε μέλι, σε Κρατίν. κ.λπ.
μελίνη[ῐ], , το δημητριακό κέχρος, Λατ. panicum, σε Ηρόδ.· στον πληθ., αγροί καλλιεργημένοι με κέχρο, σε Ξεν., Δημ.
μέλῐνος, Επικ. μείλινος, , -ον (μελία), κατασκευασμένος από ξύλο μελιάς, Λατ. fraxineus, σε Όμηρ.
Μελῐνο-φάγοι, οἱ (φαγεῖν), αυτοί που τρώνε κέχρο (μελίνη), θρακικό φύλο, σε Ξεν.
μελίπαις, , λέγεται για κυψέλη, η κυψέλη με τα παιδιά των μελισσών, σε Ανθ.
μελί-πνοος, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που αποπνέει οσμή μελιού, που έχει γλυκιά αναπνοή, σε Θεόκρ., Ανθ.
μελίρ-ρῠτος, -ον (ῥέω), αυτός που ρέει μέλι, σε Πλάτ.