Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέλαν"

Βρέθηκαν 24 λήμματα [1 - 20]
μέλᾰν, -ᾰνος, τό (μέλας), μαύρη βαφή, μελάνι, σε Δημ.
μελάν-αιγῐς, -ιδος, και , αυτός που κρατά μαύρη αιγίδα (λέγεται για τις Ερινύες), σε Αισχύλ.
μελᾰν-αυγής, -ές (αὐγή), αυτός που εκπέμπει σκοτεινή λάμψη, σε Ευρ.
μελάν-δετος, -ον, αυτός που έχει μαύρο δέσιμο (σκελετό) ή λαβή, λέγεται για ξίφη σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· σάκος μελάνδετον, ασπίδα με σιδερένιο σκελετό, σε Αισχύλ.
μελαν-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει μελάνι, μελανοδοχείο, σε Ανθ.
μελᾰν-είμων, -ον (εἷμαι), μαυροφόρος, αυτός που φορά μαύρα ενδύματα, μελανείμονες ἔφοδοι, οι επιθέσεις των μαυροφόρων (των Ερινύων), σε Αισχύλ.
μελανέω, = μελάνω, σε Ανθ.
μελᾰνία, (μέλας), σκοτεινιά, μαύρο σύννεφο, σε Ξεν.
μελᾰνο-κάρδιος, -ον (καρδία), αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρόκαρδος, σε Αριστοφ.
μελᾰν-όμμᾰτος, -ον (ὄμμα), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.
μελᾰνο-νεκυο-είμων, -ον, γεν. -ονος (εἷμα), αυτός που είναι ντυμένος με μαύρα νεκρικά ενδύματα (σάβανα), σε Αριστοφ.
μελᾰνό-πτερος, -ον (πτερόν), αυτός που έχει μαύρα φτερά, σε Ευρ., Αριστοφ.
μελᾰνο-πτέρυξ, -ῠγος, , , το προηγ., σε Ευρ.
μελάν-οσσος, -ον (ὄσσε), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Ομήρ. Ιλ.
μελάν-οστος, -ον, αντί μελᾰν-όστεος, αυτός που έχει μαύρα οστά, σε Ομήρ. Ιλ.
μελάν-ουρος, (οὐρά), το θαλασσινό ψάρι μελάνουρος (κοινώς μελανούρι), θηλ. μελαν-ουρίς, -ίδος, σε Ανθ.
μελᾰνό-χροος, -ον, = μελάγ-χροος, σε Ομήρ. Οδ.· ετερόκλ. ονομ. πληθ. μελανόχροες, σε Ομήρ. Ιλ.
μελᾰνό-χρως, -ωτος, , , = μελάγ-χρως, σε Ευρ.
μελαν-τειχής, -ές (τεῖχος), αυτός που περιβάλλεται από μαύρα (σκούρα) τείχη, σε Πίνδ.
μελάντερος, , -ον, συγκρ. του μέλας.