Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέλαθρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέλαθρον, τό, Επικ. γεν. μελαθρόφιν· I. 1. ταβάνι, οροφή δωματίου ή (προτιμότερο) το κεντρικό δοκάρι που στηρίζει την οροφή, σε Ομήρ. Οδ.· σε Ομήρ. Οδ. 19.544, «...το άκρο αυτού του δοκαριού έξω από το σπίτι». 2. γενικά, στέγη, σε Όμηρ. II. οικία, δωμάτιο, σε Πίνδ., Ευρ.· κυρίως στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, στους Τραγ. (αμφίβ. προέλ.).