Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέθυ"

Βρέθηκαν 14 λήμματα [1 - 14]
μέθῠ, τό, μόνο σε ονομ. και αιτ., κρασί, υδρόμελι, σε Όμηρ.
μεθ-υδριάς, -άδος, (ὕδωρ), Νύμφη των νερών, σε Ανθ.
Μεθ-ύδριον, τό (ὕδωρ), ανάμεσα στα νερά, τοποθεσία της Αρκαδίας, όπου τα νερά των ποταμών έτρεχαν άλλα προς τα βόρεια και άλλα προς τα νότια (πρβλ. ιταλ. Inter-amnia), σε Θουκ.
μεθῠ-δώτης, -ου, , αυτός που προσφέρει κρασί, σε Ανθ.
μεθῠ-πῖδαξ, , , αυτός που ξεχειλίζει από κρασί, σε Ανθ.
μεθυ-πλήξ, -ῆγος, , , μεθυσμένος, σε Ανθ.
μέθῠσις, (μεθύω), μέθη, μεθύσι, σε Θέογν.
μεθύσκω, μέλ. -ύσω [ῠ], αόρ. αʹ ἐμέθῠσαΠαθ., μέλ. μεθυσθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμεθύσθην, θαμιστικό του μεθύω, I. 1. μεθώ συχνά, δηλητηριάζομαι (λόγω αλκοολισμού), μεθοκοπώ, σε Πλάτ., Λουκ. κ.λπ. 2. δίνω σε κάποιον κάτι πόσιμο, ποτίζω, υγραίνω, σε Ανθ. II. Παθ., μεθύω, πίνω ελεύθερα, άφθονα, μεθώ, σε Ηρόδ., Ξεν.· αόρ. αʹ ἐμεθύσθην, είμαι μεθυσμένος, σε Ευρ., Δημ.· νέκταρος, από νέκταρ, σε Πλάτ.
μεθῠσο-κότταβος, -ον, αυτός που μεθά παίζοντας το παιχνίδι του, κότταβον (στο παιχνίδι αυτό εκσφενδόνιζαν κρασί από τα ποτήρια τους, στοχεύοντας μια μεταλλική λεκάνη), σε Αριστοφ.
μέθῠσος, , -ον (μεθύω), πότης, αλκοολικός, μέθυσος, σε Αριστοφ. κ.λπ.
μεθ-ύστερος, , -ον, I. αυτός που θα ζήσει μετά από εμάς, απόγονος, μεθύστεροι, οι απόγονοι, σε Αισχύλ. II. το ουδ. ως επίρρ., αργότερα, κατόπιν, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.· τόσον καιρό μετά, τόσο αργά, σε Αισχύλ.· οὐ μεθύστερον, σ' ένα λεπτό, στον ίδ.· πάρα πολύ αργά, σε Σοφ.
μεθυστικός, , -όν (μεθύσκω),· I. αυτός που προκαλεί δηλητηρίαση, σε Αριστ. II. λέγεται για ανθρώπους, παραδομένος στο κρασί, σε Πλάτ.
μεθυ-σφᾰλής, -ές (σφάλλω), αυτός που τρεκλίζει από το μεθύσι, σε Ανθ.
μεθύω (μέθυ), μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. μέλ. και ο αόρ. ανήκουν στο μεθύσκω· I. μεθώ με κρασί, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· μεθύω ὑπὸ τοῦ οἴνου, σε Ξεν. II. 1. μεταφ., λέγεται για πράγματα, βοείη μεθύουσα ἀλοιφῇ, βοϊδοτόμαρο μουσκεμένο σε λάδι, λίπος, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για πρόσωπα, είμαι μεθυσμένος ή δηλητηριασμένος, κατακυριευμένος από πάθος, υπερηφάνεια, κ.λπ., σε Ξεν., Πλάτ.