Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέθη"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
μέθη, , =μέθυ, I. μέθη, καλῶς ἔχειν μέθης, είμαι πολύ πιωμένος, σε Ηρόδ.· ὑπερπλησθεὶς μέθης, σε Σοφ.· μέθῃ βρεχθείς, σε Ευρ. II. μεθύσι, σε Πλάτ.
μεθῆκα, αόρ. αʹ του μεθίημι.
μεθ-ήκω, έρχομαι σε αναζήτηση κάποιου, τινά, σε Ευρ., Αριστοφ.
μέθ-ημαι, Παθ., κάθομαι ανάμεσα, με δοτ., σε Όμηρ.
μεθ-ημερῐνός, , -όν (ἡμέρα), αυτός που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Ξεν., Δημ.
μεθ-ημέριος, -ον, το προηγ., σε Ευρ.
μεθημοσύνη, , αφροντισιά, αμέλεια, απροσεξία, σε Ομήρ. Ιλ.
μεθήμων (μεθίημι), -ον, γεν. -ονος, παραμελημένος, απρόσεκτος, σε Όμηρ.
μεθησέμεν, -έμεναι, Επικ. αντί μεθήσειν, απαρ. μέλ. του μεθίημι.