Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέδω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέδω, I. μόνο στον ενεστ., και κυρίως ως ουσιαστικοποιημένη μτχ., μέδων, -οντος, , όπως το μεδέων, μεδέουσα, φρουρός, προστάτης, κύριος, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, ηγέτες και προστάτες των Αργείων, σε Όμηρ.· μέδωνἁλός, κύριος (κυρίαρχος) της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον Βάκχο, ὃς μέδεις Δηοῦς ἐν κόλποις, σε Σοφ. II. 1. ως αποθ. μέδομαι, μέλ. μεδήσομαι, παρέχω, μεριμνώ, έχω την έγνοια, έχω το νου μου για κάποιον, σε κάτι, με γεν. πολέμοιο μεδέσθω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡς δείπνοιο μέδηται, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. σχεδιάζω, κατορθώνω, μηχανεύομαι κάτι για κάποιον, κακὰ Τρώεσσι μέδεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.