Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέγεθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέγεθος, Ιων. μέγαθος, -εος, τό (μέγαςI. σπουδαιότητα, μεγαλείο, μέγεθος, ύψος, ανάστημα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ήχο, ηχηρότητα, βοῆς μέγεθος, σε Θουκ.· η δοτ. και η αιτ. χρησιμ. επιρρηματικά, μεγάθεϊ μέγας, μεγάλος σε μέγεθος, σε Ηρόδ.· μεγάθεϊ μικρός, στον ίδ.· ομοίως, ποταμοὶ οὐ κατὰ τὸν Νεῖλον ἐόντες μεγάθεα, ποταμοί που δεν αντέχουν καμιά σύγκριση με τον Νείλο ως προς το μέγεθος, στον ίδ. II. 1. λέγεται για διαβάθμιση, σπουδαιότητα, μεγαλοπρέπεια, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. 2. μεγαλείο, δηλ. ισχύς, δύναμη, σε Ευρ., Ξεν. 3. μεγαλοπρέπεια, μεγαλοψυχία, σε Πλούτ.