Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέγας"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μέγᾰς, μεγάλη[ᾱ], μέγᾰ, γεν. μεγάλου, -ης, -ου, δοτ. μεγάλῳ, -ῃ, -ῳ, αιτ. μέγᾰν, μεγάλην, μέγᾰ, κλητ. μέγαλε· δυϊκ. μεγάλω, , , πληθ. μεγάλοι, -αι, κ.λπ.
Α. I. 1.
σχετική έννοια, αντίθ. προς το μικρός, σμικρός, μεγάλος, σπουδαίος, λέγεται για την κοινωνική στάθμη του ανθρώπου, ψηλός, σε Όμηρ.· λέγεται για γυναίκες, καλή τε μεγάλη τε, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, σπουδαίος, πλήρως ανεπτυγμένος, λέγεται γι' αυτόν του οποίου η ηλικία φαίνεται από το ανάστημα, στον ίδ., Αισχύλ. 2. τεράστιος, απέραντος, ψηλός, οὐρανός, ὄρος, πύργος, σε Όμ. 3. αχανής, εκτεταμένος, ευρύς, πέλαγος, αίγιαλός, κ.λπ., στον ίδ. II. 1. λέγεται για κοινωνική ιεράρχηση, σπουδαίος, ισχυρός, δυνατός, λέγεται για θεούς, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεγάλη θεά, χρησιμοποιείται για τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, σε Σοφ.· μέγας ηὐξήθη, εξελίχθηκε σε σπουδαίο, σε Δημ.· βασιλεὺς ὁ μέγας, δηλ. ο βασιλιάς της Περσίας, le grand Monarque, σε Ηρόδ.· βασιλεὺς μέγας, σε Αισχύλ.· ὁ μέγας ἐπικληθεὶς Ἀντίοχος, ο Μέγας, σε Πολύβ. 2. κραταιός, ισχυρός, βίαιος, κ.λπ.· ἄνεμος, λαῖλαψ, σε Όμηρ.· λέγεται για ιδιότητες, πάθη, κ.λπ., στον ίδ. 3. χρησιμοποιείται για ήχους, βροντερός, δυνατός, στον ίδ. κ.λπ.· μὴ φώνει μέγα, σε Σοφ.· αλλά, μέγας λόγος, επικρατούσα φημολογία, σε Αισχύλ. 4. τρανός, ισχυρός, αυτός που τον εκτιμούν, σημαντικός, μέγαἔργον, σε Ομήρ. Οδ.· μέγα ποιεῖσθαί τι, εκτιμώ κάτι ως πολύ σημαντικό, σε Ηρόδ.· καὶτὸ μέγιστον, και (αυτό που είναι) το σπουδαιότερο, σε Θουκ. 5. με αρνητική σημασία, υπερεκτιμημένος, μέγαεἰπεῖν, κομπορρημονώ, λίην μέγα εἰπεῖν, σε Ομήρ. Οδ.· μέγα, μεγάλα φρονεῖν, έχω υψηλό φρόνημα, είμαι αναιδής, σε Σοφ., Ευρ.· μεγάλα πνεῖν, σε Ευρ. Β. I. επίρρ. μεγάλως [ᾰ], σπουδαία, δυνατά, υπερβολικά, Λατ. magnopere, σε Όμηρ., Αισχύλ. II. 1. ουδ. ενικ. και πληθ., μέγα και μεγάλα ως επίρρ., πάρα πολύ, υπερβολικά, σε Όμηρ.· με ρήματα που δηλώνουν ήχο, μεγαλοφώνως, δυνατά, στον ίδ.· επίσης στους Αττ. 2. λέγεται για τόπο, χώρο, μακριά, μέγα ἄνευθε, πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με συγκρ. και υπερθ. μακράν, με μεγάλη διαφορά, μέγ' ἀμείνων, ἄριστος, φέρτατος, σε Όμηρ. Γ. Βαθμοί σύγκρισης: 1. συγκρ. μείζων (αντί μεγίων), -ον, γεν. -ονος, σε Όμηρ., Αττ.· Ιων. μέζων, -ον, σε Ηρόδ.· μεταγεν., επίσης μειζότερος, σε Κ.Δ.· μεγαλύτερος, σπουδαιότερος, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, πολύ μεγάλος, πάρα πολύς, περισσότερο από αρκετός, σε Πλάτ.· επίρρ. μειζόνως, σε Ευρ.· Ιων. μεζόνως, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, το ουδ. ως επίρρ., μεῖζον σθένειν, σε Σοφ. κ.λπ. 2. υπερθ. μέγιστος, , -ον, σε Όμηρ.· το ουδ. ως επίρρ. μέγιστον ἰσχύειν, σε Σοφ.· με άλλον έναν υπερθ., μέγιστον ἔχθιστος, σε Ευρ.· επίσης στον πληθ., χαῖρ' ὡς μέγιστα, σε Σοφ.
μεγα-σθενής, -ές, = μεγαλοσθενής, σε Πίνδ., Αισχύλ.