Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάχομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μάχομαι[ᾰ], Ιων. μαχέομαι, αποθ.· Ιων. ευκτ. ενεστ. μαχέοιτο, μαχέοιντο, Ιων. μτχ. μαχεόμενος, Επικ. μαχειόμενος, μαχεούμενος, Ιων. παρατ. μαχέσκετο, μέλ. μαχέσομαι, Αττ. μαχοῦμαι, Επικ. γʹ πληθ. μαχέονται, Επικ. μαχήσομαι, Δωρ. μαχησεῦμαι, αόρ. αʹ ἐμαχεσάμην, Επικ. απαρ. μαχήσασθαι· I. δίνω μάχη, πολεμώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., μάχομαι με κάποιον, δηλ. εναντίον κάποιου, στον ίδ. κ.λπ.· μάχομαι ἀντία και ἐναντίον τινός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, πρός τινα, στον ίδ.· αλλά, μάχομαι σύν τινι, πολεμώ με την ευλογία, υπό την αιγίδα μιας θεότητας, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· κατὰ σφέας μαχέονται, πρόκειται να πολεμήσουν μεταξύ τους, σε Ομήρ. Ιλ.· καθ'ἕνα μάχομαι, μάχομαι ένας προς έναν, σε μονομαχία, σε Ηρόδ.· τὸ μήπω μεμαχημένον, οι δυνάμεις που δεν είχαν ακόμη αναλάβει δράση, σε Θουκ. II. γενικά, διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, τσακώνομαι με κάποιον, έρχομαι σε διάσταση, σε αντιπαράθεση με κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. III. συναγωνίζομαι για τη νίκη στους αθλητικούς αγώνες· πὺξ μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· παγκράτιον μάχομαι, σε Αριστ.