Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάχιμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μάχῐμος[ᾰ], , -ον επίσης -ος, -ον (μάχομαι), κατάλληλος για μάχη, πολεμοχαρής, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ μάχιμοι, οι άνδρες που πολεμούν, το στράτευμα, και στην Αίγυπτο η κάστα των πολεμιστών, σε Ηρόδ.· τὸ μάχιμον, αποτελεσματική πολεμική ισχύς, σε Θουκ.