Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάχη"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
μάχη[ᾰ], (μάχομαι),· I. 1. μάχη, σύγκρουση, συμπλοκή, σε Όμηρ. κ.λπ.· μάχαι ναῶν, ναυμαχίες, σε Πίνδ.· με ρημ. τύπος, μάχην μάχεσθαι, δίνω μάχη, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· μάχην ἀρτύνειν, ἐγείρειν, ὀρνύμεν, ὀτρύνειν, σε Ομήρ. Ιλ.· μάχην συνάπτειν ή συμβάλλειν τινί, εμπλέκομαι σε μάχη με κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, διὰ μάχης τινὶ ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι, ἥκειν, μολεῖν, σε Ηρόδ., Αττ.· μάχην νικᾶν, νικώ μια μάχη, σε Ξεν.· μάχη τινός, μάχομαι εναντίον ενός εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. στον πληθ., φιλονικίες, συγκρούσεις, διενέξεις, στο ίδ., Πλάτ. 3. ἀγών, συναγωνισμός σε αθλητικούς αγώνες με στόχο ένα έπαθλο, σε Πίνδ.· γενικά, πάλη, σκληρή προσπάθεια σε Ξεν. II. συγκεκριμένο είδος μάχης, τρόπος του να μάχεται κάποιος, σε Ηρόδ., Ξεν. III. πεδίο μάχης, σε Ξεν.
μᾰχήμων, -ον, γεν. -ονος, πολεμοχαρής, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
μᾰχητής, -οῦ, (μάχομαι), μαχητής, πολεμιστής, σε Όμηρ.· Δωρ. επίθ. μαχᾱτάς, πολεμοχαρής, σε Πίνδ.
μᾰχητικός, , -όν, αυτός που έχει ροπή στη μάχη ή τον πόλεμο, φιλόνικος, σε Αριστ.· μαχητικοὶ ἵπποι, ατίθασα άλογα, σε Πλάτ.
μᾰχητός, , -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να πολεμήσει, σε Ομήρ. Οδ.