Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάχαιρα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μάχαιρα, (μάχομαι),· 1. μεγάλο μαχαίρι ή είδος στιλέτου (εγχειριδίου) που έφεραν οι ήρωες της Ιλιάδας δίπλα στη θήκη του ξίφους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, μαχαίρι για την κοπή κρέατος, σε Ηρόδ., Αττ. 2. ως όπλο, μικρό σπαθί ή στιλέτο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σπαθί ή κυρτό ξίφος, σε αντίθ. προς το ίσιο σπαθί (ξίφος), σε Ξεν. 3. είδος ξυραφιού, μιᾷ μαχαίρᾳ, με τη μονή λεπίδα του ξυραφιού, σε αντίθ. προς το διπλῆ μάχαιρα, ψαλίδι, σε Αριστοφ.