LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μάταιος"
- μάταιος[ᾰ], -α, -ον και -ος, -ον (μάτη), I. μάταιος, κενός, ανωφελής, ασήμαντος, επιπόλαιος, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ. II. απερίσκεπτος, παράτολμος, αναιδής, βέβηλος, ασεβής, σε Αισχύλ.· τὸ μὴ μάταιον, σοβαρότητα, βαρύτητα, στον ίδ. III. επίρρ. -ως, ανωφελώς, χωρίς υπόβαθρο, σε Σοφ.

