Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάστιξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μάστιξ, -ῑγος, (από την ίδια ρίζα όπως το ἱ-μάς, μάσθληςI. μαστίγιο, καμτσίκι, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἵππου μάστιξ, καμτσίκι, σε Ηρόδ.· ὑπὸ μαστίγων βαίνειν, προχωρώ κάτω από τη σκιά του μαστιγίου, λέγεται για στρατιώτες που ενώ προχωρούν τους μαστιγώνουν, στον ίδ.· ομοίως, τοξεύειν ὑπὸ μάστιγα, σε Ξεν. II. μεταφ., σημάδι από μαστίγιο, πληγή, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· διπλῇ μάστιγι, τὴν Ἄρης φιλεῖ, δηλ. φωτιά και σπαθί, σε Αισχύλ.· μάστιξ θεοῦ, λέγεται για αρρώστια, σε Κ.Δ.