Αποτελέσματα για: "μάσσω"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
μάσσω, Αττ. μάττω, μέλ. μάξω, αόρ. αʹ ἔμαξα, παρακ. μέμᾰχα — Παθ. αόρ. βʹ ἐμάγην, παρακ. μέμαγμαι (από √ΜΑΓ, απ' όπου μάγ-σω), I. κυρίως, πιάνω, αγγίζω, σε κείμενα των Μεσαιωνικών χρόνων, σε Ανθ. II. εργάζομαι με τα χέρια, ζυμώνω ζύμη για τηγανίτα, Λατ. pinso, σε κείμενα Μεσαιωνικών χρόνων, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., μάττειν ἐπινοίας, σε Αριστοφ. — Παθ., μᾶζα ὑπ' ἐμοῦ μεμαγμένη, στον ίδ.· σῖτος μεμαγμένος, ζύμη που έχει ήδη ζυμωθεί, σε Θουκ.
-
μάσσων, ὁ και ἡ, ουδ. μᾶσσον, γεν. μάσσονος, ανώμ. συγκρ. του μακρός ή του μέγας, μακρότερος, μεγαλύτερος, σε Ομήρ. Οδ.· μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν, μεγαλύτερος απ' ότι θα μπορούσε να δει κάποιος, σε Πίνδ.· τὰ μάσσω, τα περισσότερα, σε Αισχύλ.