Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάσσω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μάσσω, Αττ. μάττω, μέλ. μάξω, αόρ. αʹ ἔμαξα, παρακ. μέμᾰχαΠαθ. αόρ. βʹ ἐμάγην, παρακ. μέμαγμαι (από √ΜΑΓ, απ' όπου μάγ-σω), I. κυρίως, πιάνω, αγγίζω, σε κείμενα των Μεσαιωνικών χρόνων, σε Ανθ. II. εργάζομαι με τα χέρια, ζυμώνω ζύμη για τηγανίτα, Λατ. pinso, σε κείμενα Μεσαιωνικών χρόνων, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., μάττειν ἐπινοίας, σε Αριστοφ.Παθ., μᾶζα ὑπ' ἐμοῦ μεμαγμένη, στον ίδ.· σῖτος μεμαγμένος, ζύμη που έχει ήδη ζυμωθεί, σε Θουκ.
μάσσων, και , ουδ. μᾶσσον, γεν. μάσσονος, ανώμ. συγκρ. του μακρός ή του μέγας, μακρότερος, μεγαλύτερος, σε Ομήρ. Οδ.· μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν, μεγαλύτερος απ' ότι θα μπορούσε να δει κάποιος, σε Πίνδ.· τὰ μάσσω, τα περισσότερα, σε Αισχύλ.