Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάρναμαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μάρνᾰμαι, Επικ. προστ. μάρναο, απαρ. μάρνασθαι, παρατ. ἐμαρνάμην, -αο, -ατο, Επικ. μάρνατο, γʹ δυϊκ. ἐμαρνάσθην, πληθ. ἐμαρνάμεσθα, Επικ. μαρνάμεθα, γʹ πληθ. μάρναντο· 1. αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., πολεμώ, μάχομαι, τινι, με ή εναντίον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπί τινι, στο ίδ.· πρός τινα, σε Ευρ. 2. καυγαδίζω, λογομαχώ, σε Ομήρ. Ιλ. 3. σε Πίνδ., συναγωνίζομαι, παλεύω, προσπαθώ σκληρά για το καλύτερο, σε Πίνδ.