Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάνδρα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μάνδρα, , περίκλειστος χώρος· 1. λέγεται για κοπάδι, στάνη, μαντρί για αγελάδες, στάβλος, σε Θεόκρ. κ.λπ. 2. κοίλωμα δαχτυλιδιού όπου είναι τοποθετημένη η πέτρα του, σε Ανθ.
μανδρᾰγόρας, -ου ή , , το φυτό μανδραγόρας, με ναρκωτικές ιδιότητες, σε Ξεν., Δημ.