LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μάμμη"
- μάμμη, ἡ, I. μαμά, μαμάκα, η πρώιμη προσπάθεια ενός παιδιού να αρθρώσει τη λέξη μητέρα, σε Ανθ.· ομοίως, ἄττα, πάππας, τάτα, τέττα, το πάππας αντί πατέρας. II. γιαγιά, σε Πλούτ.