Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάλα"

Βρέθηκαν 14 λήμματα [1 - 14]
μάλα[μᾰλᾰ], I. επίρρ., πολύ, πάρα πολύ, υπερβολικά, σε Όμηρ. κ.λπ. 1. επιτείνει τη λέξη με την οποία συντάσσεται, μάλα πολλά, πάρα πολλά, στον ίδ.· μάλα πάντες, μάλα πᾶσαι, μάλα πάντα, όλοι μαζί, καθένας, στον ίδ.· μάλ' ἀσκηθής, εντελώς σώος από τραυματισμό, σε Ομήρ. Οδ.· ἀβληχρὸς μάλατοῖος, τόσο πολύ αδύναμος, στο ίδ.· ομοίως στην Αττ., μάλαδὴ πρεσβύτης, πολύ ηλικιωμένος, σε Ξεν.· μάλα γέ τινες ὀλίγοι, σε Πλάτ.· ομοίως με επίρρ., πάγχυ μάλα και μάλα πάγχυ, εντελώς, εξ ολοκλήρου, σε Ομήρ. Ιλ.· εὖ μάλα, εξαιρετικά καλά, σε Ομήρ. Οδ.· μάλ' αἰεί, για πάντα (νῦν καὶ ἀεί), σε Ομήρ. Ιλ.· ἄχρι μάλα κνέφαος, μέχρι το μαύρο, πλήρες σκοτάδι, σε Ομήρ. Οδ.· μάλα διαμπερές, απ' άκρη σ' άκρη, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην Αττ., δηλώνει επαναλαμβανόμενη πράξη, μάλ' αὖθις, μάλ' αὖ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με ρήματα, μὴ μὲ μάλ' αἴνεε, μη με επαινείς υπερβολικά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡδὲ μάλα ἡνιόχευεν, αυτή οδηγούσε πολύ προσεκτικά το άρμα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. επιτείνει έναν ισχυρισμό, εἰμάλα μιν χόλος ἵκοι, αν τον καταλάβει κάποτε τόσο μεγάλη οργή, σε Όμηρ.· ομοίως, μάλα περ, συντασσόμενο με ένα μόριο, μάλα περ μεμαώς, αν και δεν έχω επιθυμήσει (κάτι) ποτέ τόσο πολύ, σε Ομήρ. Ιλ. 3. στην Αττ. σε απαντήσεις, ναι, σίγουρα, ακριβώς έτσι, μάλα γε, σε Πλάτ., κ.λπ.· μάλα τοι, σε Ξεν., κ.λπ.· καὶ μάλα δή, στον ίδ. II. 1. Συγκρ. μᾶλλον, περισσότερο, σε Όμηρ.· μᾶλλον τοῦ δέοντος, περισσότερο απ' όσο πρέπει, σε Πλάτ., Ξεν., κ.λπ.· παντὸς μᾶλλον, περισσότερο απ' οτιδήποτε, δηλ. εντελώς σίγουρα, σε Πλάτ. 2. δηλώνει συνεχή αύξηση (μιας ιδιότητας), ακόμη περισσότερο, πιο πολύ, σε Ομήρ. Οδ.· μᾶλλον μᾶλλον, Λατ. magis magisque, σε Ευρ., Αριστοφ. 3. ενίοτε συνάπτεται με δεύτερο συγκρ. ῥηΐτεροι μᾶλλον, σε Ομήρ. Ιλ.· μᾶλλον ἆσσον, σε Σοφ. κ.λπ. 4. μᾶλλον δέ, πολύ περισσότερο, αλλά καλύτερα, πολλοί, μᾶλλον δὲ πάντες, σε Δημ. 5. στη φράση μᾶλλον ἢ οὐ, το οὐ μοιάζει περιττό, ἥκει ὁ Πέρσης οὐδὲν μᾶλλον ἐπ' ἡμέας ἢ οὐ ἐπ' ὑμέας, οι Πέρσες έχουν έρθει όχι τόσο εναντίον μας, όσο εναντίον σας, σε Ηρόδ.· στην περίπτωση αυτή του μᾶλλον ἢ οὐ προηγείται άλλη αρνητική έκφραση. 6. τὸ μάλα καὶ ἧττον (περίπου), είδος επιχειρήματος το οποίο ονομάζουμε (Λατ.) a fortiori, σε Αριστ. III. 1. Υπερθ. μάλιστα, πάρα πολύ, περισσότερο απ' όλα, σε Όμηρ. κ.λπ.· μάλιστα μέν..., ἔπειτα δέ..., πρώτα και πάνω απ' όλα... και κατόπιν, σε Σοφ.· τί μάλιστα; ποιο είναι ακριβώς αυτό που θέλεις; σε Πλάτ.· ὡςή ὅτι μάλιστα, Λατ. quam maxime, στον ίδ.· ὅσον μάλιστα, σε Αισχύλ.· ὡς μάλιστα, σίγουρα, σε απαντητικές φράσεις, σε Πλάτ.· ὡς δύναμαι μάλιστα, στον ίδ.· μακρῷ μᾶλλον, σε Ηρόδ. 2. α) ἐς τὰ μάλιστα, κατά το μεγαλύτερο μέρος, κατ' εξοχήν, στον ίδ.· ομοίως, τὰ μάλιστα, σε Θουκ. κ.λπ.· επιπλέον, ἀνὴρ δόκιμος ὁμοῖα τῷ μάλιστα, τόσο ξακουστός όσο αυτός που είναι ο κατ' εξοχήν (ξακουστός), σε Ηρόδ. β) ἐν τοῖς μαλίστοις, κατ' ἐξοχήν, όσο οτιδήποτε άλλο, σε Θουκ., Πλάτ. 3. το μάλιστα μπορεί να συναφθεί με υπερθ., ἔχθιστος μάλιστα, μάλιστα φίλτατος, σε Ομήρ. Ιλ.· μάλιστα φίλτατος, σε Ευρ. 4. με αριθμούς, το μάλιστα σημαίνει περίπου, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως, ἐς μέσον μάλιστα, περίπου στη μέση, σε Ηρόδ.· ἥμισυ μάλιστα, σε Θουκ. κ.λπ. 5. το καὶ μάλιστα χρησιμ. σε απαντητικές φράσεις, με τη μεγαλύτερη σιγουριά, Λατ. vel maxime, σε Αριστοφ.· ομοίως, μάλιστα γε, σε Σοφ.· μάλιστα πάντων, σε Αριστοφ.
μᾰλᾰκαί-πους, , , -πουν, τό, ποιητ. αντί μαλακόπους, αυτός που έχει τρυφερά πόδια ή και ελαφρό περπάτημα, σε Θεόκρ.
μᾰλᾰκία, Ιων. -ίη, (μαλακόςI. 1. απαλότητα, μαλακή αίσθηση, μαλθακότητα (εκθυλησμός), σε Ηρόδ., Θουκ. 2. έλλειψη υπομονής, αδυναμία, σε Αριστ. II. η ηρεμία της θάλασσας, νηνεμία, σε Καίσ.
μᾰλᾰκιάω, = το επόμ., σε Ξεν., Πλούτ.
μᾰλᾰκίζομαι, μέλ. μαλακισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμαλακίσθην και σε Μέσ. ἐμαλακισάμην (μαλακός)· 1. γίνομαι μαλθακός, εκθηλύνομαι (φέρομαι σαν γυναίκα), επιδεικνύω αδυναμία ή δειλία, σε Θουκ., Ξεν. 2. μαλακώνω, κατευνάζομαι, σε Θουκ.
μᾰλᾰκό-γειος, -ον (γῆ), έδαφος με μαλακό χώμα ή αυτός που είναι φτιαγμένος από μαλακό χώμα, σε Στράβ.
μᾰλᾰκο-γνώμων, -ον (γνώμη), μετριοπαθής, σε Αισχύλ.
μᾰλᾰκός, , -όν, Λατ. mollis· I. μαλακός, απαλός, σε Όμηρ. κ.λπ.· μαλακὸς νειός, φρεσκοοργωμένος αγρός, σε Ομήρ. Ιλ.· μαλακὸς λειμών, λιβάδι με απαλό χώμα και γρασίδι, σε Ομήρ. Οδ.· μαλακαὶ παρειαί, σε Σοφ.· μαλακὰ σώματα, σε Ξεν.· επίρρ., καθίζου μαλακῶς, κάθησε αναπαυτικά, π.χ. σε ένα μαξιλάρι, σε Αριστοφ. II. λέγεται για πράγματα που δεν είναι χειροπιαστά, ήρεμος, ήσυχος, θάνατος, ύπνος, σε Όμηρ.· μαλακῶς εὕδειν, κοιμάμαι ήσυχα, σε Ομήρ. Οδ.· μαλακὰ ἔπεα, μαλακοὶ λόγοι, ήρεμα, ξεκάθαρα λόγια, σε Όμηρ.· μαλακὸν βλέμμα, τρυφερό, νεανικό βλέμμα, σε Αριστοφ.· ανάλαφρος, ήπιος, μέτριος, ζημία, σε Θουκ. III. με αρνητική έννοια, λέγεται για πρόσωπα, μαλθακός, παραιτημένος, παραμελημένος, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ., μαλακωτέρως ἀνθήπτετο, προσβλήθηκε από ασθένεια, σε Θουκ.· επιπλέον, λιπόψυχος, εκθηλυσμένος, δειλός, στον ίδ., Ξεν.· μαλακὸν οὐδὲν ἐνδιδόναι, να μην υποχωρώ από έλλειψη φρονήματος, να μην υποχωρώ σπιθαμή, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
μᾰλᾰκότης, -ητος, , = μαλακία· I. απαλότητα, σε Πλάτ. κ.λπ. II. αδυναμία, εκθήλυνση, σε Πλούτ.
μᾰλᾰκό-χειρ, , , αυτός που έχει απαλά χέρια, σε Πίνδ.
μᾰλακτήρ, -ῆρος, , επαγγελματίας που λιώνει και μεταπλάθει (μέταλλα, κ.λπ.), σε Πλούτ.
μᾰλᾰκύνομαι, Παθ., όπως το μαλακίζομαι, υποχωρώ, κάμπτομαι, σε Ξεν.
μᾰλάσσω, Αττ. -ττω (μαλακός), μέλ. -ζω, I. μαλακώνω (κάτι), λέγεται για κατεργασία δέρματος, το κάνω μαλακό και εύκαμπτο· απ' όπου λέγεται για το επάγγελμα του Κλέωνα ως κατεργαστή δερμάτων, μαλάσσω τινά, δίνω σε κάποιον μια πρόσθετη επένδυση, τον κρύβω, σε Αριστοφ.Παθ., ἐν παγκρατίῳ μαλαχθείς, χτυπημένος άσχημα κατά τη διάρκεια του αθλήματος του παγκρατίου, σε Πίνδ. 2. λυώνω μέταλλο ή άλλο υλικό για να το επεξεργαστώ, σε Πλάτ. II. μεταφ., ηρεμώ, κατευνάζω, κάμπτω, σε Σοφ., Αριστοφ.· μαλάσσω νόσου, ανακουφίζομαι από ασθένεια, σε Σοφ.
μᾰλάχη[λᾰ], , το φυτό μολόχα, Λατ. malva, σε Ησίοδ., Αριστοφ. κ.λπ.