LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μάθησις"
- μάθησις, ἡ (μανθάνω),· 1. μάθηση, απόκτηση γνώσης, σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ. 2. επιθυμία για μάθηση, σε Σοφ. 3. εκπαίδευση, διδακτική καθοδήγηση, σε Πλάτ., Ξεν.