
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μάγειρος"
- μάγειρος[ᾰ], ὁ, I. μάγειρας, σε Ηρόδ., Αττ. II. χασάπης, σε Ευρ. [προέρχεται από √ΜΑΓ του μάσσω (βλ. αυτ.), καθώς το ψήσιμο του ψωμιού ήταν έργο του αρχαίου μάγειρα].