Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λῦμα"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
λῦμα, -ατος, τό (λούωI. κυρίως στον πληθ., νερό που χρησιμεύει στο νίψιμο ή στο πλύσιμο, απόνερα, ακαθαρσίες, βρωμιές, σε Ομήρ. Ιλ.· λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά, λέγεται για το αίμα στα χέρια του, σε Σοφ. II. ηθικός ρύπος, ηθική σπίλωση, κυρίως στον ενικ., στον ίδ. III. = λύμη, καταστροφή, όλεθρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για πρόσωπα, λῦμα Ἀχαιῶν, δηλ. ο Έκτορας, σε Ευρ.
λῡμαίνομαι, αποθ., εν μέρει στους Μέσ. τύπους, μέλ. λυμᾰνοῦμαι, αόρ. ἐλυμηνάμην· επίσης, στους Παθ. τύπους, μτχ. αορ. λυμανθείς· παρακ. λελύμασμαι, γʹ ενικ. λελύμανται, μτχ. λελυμασμένος (λύμηI. 1. συμπεριφέρομαι ταπεινωτικά, κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ., λύμης ἥν μ' ἐλυμήνω, σε Ευρ.· λέγεται για πράγματα, τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου, τα λόγια που συνήθιζες να «σκοτώνεις» (ως ηθοποιός), σε Δημ.· ὀψοποιΐα λυμαίνομαι τὰ ὄψα, σε Ξεν. 2. με δοτ., ατιμάζω, επιφέρω βλάβη, φθείρω, καταστρέφω, σε Ηρόδ., Αριστοφ., κ.λπ. 3. απόλ., προξενώ όλεθρο, καταστροφή, σε Θουκ., Ξεν. II. ενίοτε ως Παθ., λυμανθὲν δέμας, σε Αισχύλ.· λελυμάνθαι, σε Δημ.
λῡμαντήρ, -ῆρος, , καταστροφέας, αυτός που λυμαίνεται, εξολοθρεύει κάτι, σε Ξεν.
λῡμαντήριος, , -ον, βλαπτικός, καταστρεπτικός, σε Αισχύλ.· με γεν., αυτός που καταστρέφει, αφανίζει, στον ίδ.
λυμαντής, -οῦ, , ως επίθ., αυτός που καταστρέφει, καταστροφέας, με γεν., σε Σοφ.