Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λῆμα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
λῆμα, -ατος, τό (λάω Β)· I. θέληση, επιθυμία, απόφαση, σκοπός, σκέψη, σε Αισχύλ., Ευρ. II. κατάσταση πνεύματος, πνεύμα, διάθεση. 1. καλή διάθεση, δηλ. θάρρος, αποφασιστικότητα, σε Ηρόδ., Πίνδ., Αττ. 2. κακή διάθεση, δηλ. θρασύτητα, αλαζονεία, αυθάδεια, σε Σοφ.
λημᾰτιάω (λῆμα), μόνο στον ενεστ., μεγαλοφρονώ, είμαι αποφασιστικός, έχω θάρρος, σε Αριστοφ.
λημάω, μόνο στον ενεστ., έχω τσίμπλες στα μάτια μου ή έχω θολό βλέμμα, λημᾶν κολοκύνταις, έχει τσίμπλες στα μάτια του ίσες στο μέγεθος με κολοκύθα, σε Αριστοφ.· μεταφ., λημᾶν τὰς φρένας, στον ίδ.