LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λᾶας"
- λᾶας, ὁ, αιτ. λᾶαν, γεν. και δοτ. λᾶος, λᾶι· δυϊκ. λᾶε· πληθ., γεν. λάων, δοτ. λάεσι, Επικ. λάεσσι· στην Αττ. επίσης συνηρ. λᾶς, αιτ. λᾶν· γεν. λάου, σε Σοφ. (όπως το λᾶας να ήταν πρωτόκλιτο)· Λατ. lapis, λίθος, σε Όμηρ., κ.λπ.