Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λύω, μέλ. λύσω [ῡ]· αόρ. ἔλῡσα, παρακ. λέλῠκαΠαθ., παρακ. λέλῠμαι, υπερσ. ἐλελύμην [ῠ], αόρ. ἐλύθην, Επικ. λύθην [ῠ], μέλ. λῠθήσομαι και λελύσομαι [ῠ]· επίσης, Επικ. Παθ. αόρ. βʹ ἐλύμην ή λύμην [ῠ], γʹ ενικ. λύτο [ῠ] και λῦτο, γʹ πληθ. λύντο· γʹ ευκτ. υπερσ. λελῦτο αντί λελύοιτοΜέσ., μέλ. λύσομαι, αόρ. ἐλυσάμην (σε ενεστ. και παρατ., στους Αττ., κυρίως στους Επικ.· σε μέλ. και αόρ., πάντα · τους άλλους χρόνους ).
Πρώτη σημασία του ρήματος, λύνω· I. 1. λέγεται για πράγματα, χαλαρώνω, λύνω, ξεκουμπώνω (κυρίως για ρούχα και οπλισμό), ζωστῆρα, θώρηκα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσκὸν λύω, λύνω τον ασκό (που χρησίμευε σαν μπουκάλι), σε Ομήρ. Οδ.· λύω ἡνίαν, χαλαρώνω το χαλινάρι, σε Σοφ.· λύω γράμματα, ανοίγω επιστολή, σε Ευρ.· στόμα λύω, ανοίγω το στόμα, στον ίδ.· λύω ὄφρυν, χαλαρώνω τα φρύδια, στον ίδ., κ.λπ.Μέσ., ἐλύσατο ἱμάντα, ξεκούμπωσε τη ζώνη της, σε Ομήρ. Ιλ.· λύσασθαι τρίχα, ξεδένω τα μαλλιά μου, σε Βίωνα· 2. λέγεται για έμψυχα: α) για άλογα κ.λπ., λύνω, ξεζεύω, σε Όμηρ. — Μέσ., λύεσθαι ἵππους ὑπ' ὄχεσφι, ξεζεύω τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. β) για ανθρώπους, λύνω, απελευθερώνω από δεσμά ή φυλακή, από δυσκολία ή κίνδυνο, σε Όμηρ., Αττ.Μέσ., ενεργώ έτσι ώστε να λυθεί κάποιος ή απελευθερώνω κάποιον, σε Ησίοδ. γ) για αιχμαλώτους, απελευθερώνω ως αντάλλαγμα παραλαβής λύτρων (ἄποινα), ελευθερώνω, σε Όμηρ.· λύειν τινὰ ἀποίνων, επί πληρωμή λύτρων, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., ελευθερώνω κάποιον πληρώνοντας λύτρα γι' αυτόν, εξαγοράζω, σε Όμηρ., Αττ. 3. παραχωρώ, παραδίδω, (θρόνον) λῦσον ἄμμιν, σε Πίνδ. II. 1. διαλύω το όλο στα συνθετικά μέρη του, διαλύω, λύω ἀγορήν, διαλύω τη συγκέντρωση, τη συνάθροιση, τη συνέλευση, σε Όμηρ.· επίσης, διαλύω την εμπορική αγορά, σε Ξεν.Παθ., λῦτο ἀγών, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλύθη ἡ στρατιά, σε Ξεν. 2. διαλύω, χαλαρώνω, σπάρτα λέλυνται, δηλ. έχουν σαπίσει, έχουν αποσυντεθεί, σε Ομήρ. Ιλ. 3. χαλαρώνω, δηλ. εξασθενώ, ατονώ (λέγεται για σωματική ισχύ), λῦσέ δὲ γυῖα, κατέστησε άτονα τα γόνατά του, δηλ. τον σκότωσε, στο ίδ.· λύω μένος τινί, στο ίδ.· αλλά, καμάτῳ γούνατ' ἔλυσαν, κατέστησαν τα γόνατά μου αδύνατα από την κούραση, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, Παθ., λύντο δὲ γυῖα, ως το αποτέλεσμα του θανάτου, του ύπνου, της κόπωσης, του φόβου κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λύντο δὲ γυῖα, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. α) καταστρέφω, καταβάλλω, σε Όμηρ.· και γενικά, διαλύω, αποβάλλω, δίνω τέλος, Λατ. dissolvere, στον ίδ., Αττ.· λύω βίον, δηλ. πεθαίνω σε Ευρ. β) καταργώ, ακυρώνω, σε Ηρόδ., κ.λπ.· λύω ψῆφον, ακυρώνω ψήφο, σε Δημ.Παθ., λέλυται πάντα, όλοι οι δεσμοί έχουν λυθεί, όλα είναι συγκεχυμένα, στον ίδ. γ) λύνω πρόβλημα ή δυσκολία, σε Πλάτ. δ) αναιρώ κάποιο λογικό επιχείρημα, σε Αριστ. ε) αναλύω, αποκρυπτογραφώ την πλοκή μιας τραγωδίας, στον ίδ. 5. καταργώ, ακυρώνω νόμο ή συνθήκη, συμφωνία, σε Ηρόδ., Θουκ. III. λύνω, εκπληρώνω, εκτελώ, τὰ μαντεῖα, σε Σοφ. IV. προσφέρω εξιλέωση για κάτι, επανορθώνω κάτι, Λατ. luere, στον ίδ., Ευρ. V. 1. μισθοὺς λύειν, πληρώνω ολόκληρους τους μισθούς, σε Ξεν. 2. τέλη λύειν = λυσιτελεῖν, πληρώνω, κερδίζω, ωφελώ, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι, όπου δεν ωφελεί να είναι κάποιος φρόνιμος, σε Σοφ.· επίσης, λύει χωρίς το τέλη, συντάσσεται όπως το λυσιτελεῖ, δηλ. απολ., λύει ἄλγος, σε Ευρ.· φημὶ τοιούτους γάμους λύειν βροτοῖς, στον ίδ.