Αποτελέσματα για: "λύσσα"
Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
-
λύσσᾰ, Αττ. λύττᾰ, ἡ, 1. μανία, οργή, ορμή, κυρίως πολεμική μανία, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μετά τον Όμηρο, μανιώδης ορμή, μανία, παραφροσύνη, σε Τραγ. II. λύσσα σκύλου, σε Ξεν.
-
λυσσαίνω, μαίνομαι τινί, εναντίον κάποιου, σε Σοφ.
-
λυσσάς, -άδος, ἡ, λυσσώδης, μανιώδης, λυσσασμένη, σε Ευρ.
-
λυσσάω, Αττ. λυττάω (λύσσα)· I. 1. είμαι γεμάτος μανία ή ορμή στη μάχη, σε Ηρόδ. 2. είμαι λυσσώδης, μανιώδης, σε Σοφ., Πλάτ. II. λέγεται για σκύλους, σε Αριστοφ.· λέγεται για λύκους, σε Θεόκρ.