Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λύσσα"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
λύσσᾰ, Αττ. λύττᾰ, , 1. μανία, οργή, ορμή, κυρίως πολεμική μανία, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μετά τον Όμηρο, μανιώδης ορμή, μανία, παραφροσύνη, σε Τραγ. II. λύσσα σκύλου, σε Ξεν.
λυσσαίνω, μαίνομαι τινί, εναντίον κάποιου, σε Σοφ.
λυσσάς, -άδος, , λυσσώδης, μανιώδης, λυσσασμένη, σε Ευρ.
λυσσάω, Αττ. λυττάω (λύσσα)· I. 1. είμαι γεμάτος μανία ή ορμή στη μάχη, σε Ηρόδ. 2. είμαι λυσσώδης, μανιώδης, σε Σοφ., Πλάτ. II. λέγεται για σκύλους, σε Αριστοφ.· λέγεται για λύκους, σε Θεόκρ.