Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λύσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λύσις[ῠ], γεν. λύσεως, Ιων. λύσιος, (λύωI. 1. λύσιμο, απελευθέρωση, απαλλαγή, απολύτρωση, εξαγορά, λέγεται για φονιά, σε Ομήρ. Ιλ.· λύσις θανάτου, απαλλαγή από τον θάνατο, σε Ομήρ. Οδ.· λύσις πενίης, σε Θέογν., κ.λπ. 2. απόλ., τρόπος απαλλαγής, σε Σοφ.· απαλλαγή από την ενοχή μέσω εξαγνιστικών θυσιών, στον ίδ.· οὐδ' ἔχει λύσιν (τὰ πήματα), δεν επιδέχονται εξιλέωση, στον ίδ. II. απόλυση, αναχώρηση, χωρισμός, λύσις ψυχῆς ἀπὸ σώματος, σε Πλάτ.· διάλυση, λύσις πολιτείας, σε Αριστ. III. = δόρπου λύσις, τόπος συμποσίου, σε Πίνδ.