Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λύπη"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
λύπη[ῡ], , 1. σωματικός πόνος, Λατ. dolor, σε Πλάτ.· δυστυχία, κακή κατάσταση, σε Ηρόδ. 2. πόνος ψυχής, μύχια λύπη, στον ίδ., Αττ.
λύπημα, -ατος, τό (λυπέω), πόνος, θλίψη, άλγος, πικρία, σε Σοφ.
λυπῇν, Δωρ. αντί λυπεῖν, απαρ. του λυπέω.
λῡπηρός, , -όν (λυπέωI. λέγεται για πράγματα, λυπηρός, θλιβερός, Λατ. molestus, σε Ηρόδ., Αττ. II. λέγεται για πρόσωπα: 1. με θετική σημασία, αυτός που προκαλεί λύπη με την αναχώρησή του, σε Ευρ. 2. με αρνητική σημασία, αυτός που προξενεί πόνο, ενοχλητικός, οχληρός, δυσάρεστος, σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ. III. επίρρ., λυπηρῶς, θλιβερά, έστι ώστε να προκαλεί πόνο, με λύπη, σε Σοφ.· λυπηρῶς ἔχει, είναι λυπηρό, θλιβερό, στον ίδ.
λῡπητέον, ρημ. επίθ., πρέπει να λυπηθούμε, σε Ξεν.