Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λύμη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
λύμη[ῡ], , I. κακή, υβριστική μεταχείριση, κακοποίηση, βλάβη, φθορά, όλεθρος, ακρωτηριασμός, σε Ηρόδ., Αισχύλ., κ.λπ.· στον πληθ., ύβρεις, ατιμίες, σε Ηρόδ., Αισχύλ. II. λῦμα, ρύπος, ακαθαρσία, σε Πολύβ.
λύμην, Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του λύω.
λῡμηνάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. του λυμαίνομαι.