
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λύκος"
- λύκος[ῠ], ὁ, Λατ. lupus, το μεγαλύτερο από τα άγρια θηρία της Ελλάδας, σύμβολο λαιμαργίας και σκληρότητας, σε Όμηρ.· παροιμ., λύκον ἰδεῖν, βλέπω λύκο, δηλ. μένω βουβός, όπως πιστευόταν κοινώς για κάθε άνθρωπο, τον οποίο ο λύκος είδε πρώτος, σε Πλάτ., Θεόκρ. (ομοίως Moerim lupi videre priοres)· λύκος οἶν ὑμεναιοῖ, λέγεται για κάτι που είναι αδύνατο να συμβεί, σε Αριστοφ.