Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λύκειος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λύκειος[ῠ], -ον, I. αυτός που ανήκει σε λύκο ή προέρχεται από αυτόν, σε Ευρ. II. Λύκειος, ως επίθ. του Απόλλωνα, είτε ως λυκοκτόνος είτε ως θεός από την Λυκία (βλ. Λυκηγενής), ή (από το *λύκη) ως ο θεός του φωτός, σε Αισχύλ.· υπάρχει λογοπαίγνιο για τη διπλή σημασία της λέξης, Λύκει' ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, Λύκειε βασιλιά, γίνε λύκος κατά του εχθρικού στρατού, στον ίδ.