LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λύγξ"
- λύγξ, ὁ, ἡ, γεν. λυγκός, κάποιο σαρκοφάγο ζώο, σε Ευρ., κ.λπ.
- λύγξ, ἡ, γεν. λυγγός (λύζω)· σπασμωδική πάθηση του λάρυγγα, λόξυγγας, λύγξκενή, μάταιη σύσπαση για εμετό, χωρίς δηλ. να ακολουθήσει κένωση στομάχου, σε Θουκ.