Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λύγξ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
λύγξ, , , γεν. λυγκός, κάποιο σαρκοφάγο ζώο, σε Ευρ., κ.λπ.
λύγξ, , γεν. λυγγός (λύζω)· σπασμωδική πάθηση του λάρυγγα, λόξυγγας, λύγξκενή, μάταιη σύσπαση για εμετό, χωρίς δηλ. να ακολουθήσει κένωση στομάχου, σε Θουκ.