Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λόφος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λόφος, -ου, , I. κυρίως, αυχένας υποζυγίων βοοειδών, επειδή ο ζυγός στηρίζεται σ' αυτόν και δημιουργεί τριβή (λέπει)· λέγεται για άλογο, χαίτη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον άνδρα, σβέρκος, το πίσω μέρος του λαιμού, στο ίδ.· ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχει, έχω τον αυχένα κάτω από τον ζυγό, δηλ. υπακούω υπομονετικά, σε Σοφ. II. λόφος βουνού, ράχη βουνού, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., κ.λπ. III. 1. λοφίο περικεφαλαίας, Λατ. crista, σε Όμηρ., κ.λπ. 2. λοφίο στο κεφάλι πτηνών, Λατ. crista, είτε από φτερά, όπως στον κορυδαλλό, σε Σιμων.· είτε από σάρκα, λειρί κόκκορα, σε Αριστοφ. 3. λέγεται για ανθρώπους, πλεξούδα της κορυφής των μαλλιών, λόφους κείρεσθαι, κουρεύομαι έτσι ώστε να έχω λοφίο ή πλεξούδα στην κορυφή, σε Ηρόδ.