Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λόγος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λόγος, (λέγω Γ) (Α), έναρθρος λόγος ή λέξεις με τις οποίες εκφράζεται η εσώτερη σκέψη, Λατ. oratio· (Β) ο ίδιος ο ενδιάθετος λόγος, η ίδια η ενδόμυχη σκέψη, Λατ. ratio.
Α.
Λατ. vox, oratio, αυτό που λέγεται ή συζητείται· I. λέξη, στον πληθ., λέξεις, δηλ. ομιλία, λόγος, γλώσσα, σε Όμηρ., κ.λπ.· λόγου ἕνεκα, Λατ. dicis causa, απλώς, χάριν λόγου, χάριν ομιλίας, σε Πλάτ.· λόγῳ, με πρόφαση, αντίθ. προς το ἔργῳ(πράγματι, στην πραγματικότητα), σε Ηρόδ., Αττ. II. 1. λόγος, ισχυρισμός, σε Θουκ.· χρησμός, σε Πίνδ., Πλάτ.· λόγος, απόφθεγμα, παροιμία, σε Πίνδ., Αισχύλ. 2. διαβεβαίωση, υπόσχεση, σε Σοφ. 3. απόφαση, κοινῷ λόγῳ, κοινή συναινέσει, σε Ηρόδ. 4. όρος, προϋπόθεση, ἐπὶ λόγῳ τοιῷδε, στον ίδ. 5. διαταγή, εντολή, σε Αισχύλ. III. 1. ομιλία, συνδιάλεξη, εἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἀφικέσθαι τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· λόγου μεῖζον, κρεῖσσον, πέρα από τα λόγια, σε Ηρόδ., Θουκ.· λόγου ἄξιον, αξιοσημείωτο, σε Ηρόδ. 2. δικαίωμα λόγου, άδεια να μιλήσει κάποιος, λόγον αἰτεῖσθαι, σε Θουκ.· διδόναι λόγον, σε Ξεν. 3. ομιλία, λόγος για κάποιον, φήμη, Λατ. fama, λόγος, σε Ηρόδ., Αττ.· λόγος ἐστί, λόγος ἔχει, κατέχει, φέρεται, με αιτ. και απαρ. έτσι έχει η φήμη, έτσι διαδίδεται, φημολογείται, Λατ. fama fert, σε Ηρόδ., Αττ. 4. λόγος, ομιλία, γλώσσα, σε Πλάτ. IV. 1. λόγος, διήγηση, ιστορία, αντίθ. προς τον απλό μύθο (μῦθος), και την κανονική ιστορία (ἱστορία), σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.· έπειτα, πλαστή διήγηση, ιστορία, μύθος, όπως αυτοί του Αισώπου, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. διήγηση, και στον πληθ., ιστορίες, διηγήσεις, σε Ηρόδ.· στον ενικ., μέρος ή τμήμα παρόμοιου συγγράμματος, στον ίδ. V. γενικά, πεζός λόγος, πεζογραφία, σε Ξεν., κ.λπ. VI.ρητορικός λόγος, ρητορεία, σε Ρήτ. VII. όπως το ῥῆμα, πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, υποκείμενο ή υπόθεση λόγου, σε Ηρόδ., Αττ. VIII. αυτό που δηλώνεται, πρόταση, θέση, αρχή, σε Πλάτ.· επίσης = ὁρισμός, ορισμός, στον ίδ. Β. I. 1. Λατ. ratio, σκέψη, συλλογισμός, οὐκ ἔχει λόγον, δεν επιδέχεται λογική, σκέψη, σε Σοφ.· ὀρθὸςλόγος, σε Πλάτ.· ὡς ἔχει λόγον = ὡς ἔοικεν, σε Δημ.· κατὰ λόγον, σύμφωνα με τη λογική, λογικά, σε Πλάτ.· μετὰ λόγου, στον ίδ. 2. γνώμη, προσδοκία, σε Ηρόδ. 3. λόγος, δικαιολογία, ισχυρισμός, πρόφαση, σε Σοφ., κ.λπ. 4. ὁ λόγος αἱρέει, με αιτ. και απαρ., είναι λογικό ότι..., Λατ. ratio evincit, σε Ηρόδ. II. 1. λογισμός, θεωρία, εκτίμηση, λόγον βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα, σε Αισχύλ.· Μαρδονίου λόγου οὐδεὶς γίγνεται, σε Ηρόδ.· λόγου οὐδενὸς γενέσθαι, θεωρούμαι ως ανάξιος λόγου, στον ίδ.· λόγου ποιεῖσθαί τινα ή τι, θεωρώ κάποιον ή κάτι άξιο λόγου, στον ίδ.· ομοίως, ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαι, στον ίδ.· ἐν ἀνδρὸς λόγῳ εἶναι, λογίζεται ως άνδρας, στον ίδ. 2. λογαριασμός, λογοδοσία, λόγον διδόναι τινός, δίνω λογαριασμό για κάτι, στον ίδ., Αττ.· ομοίως, λόγον παρέχειν, σε Πλάτ.· λόγον λαμβάνειν παρά τινος, σε Δημ.· λόγον ἀπαιτεῖν, στον ίδ.· λόγον ὑπέχειν, σε Πλάτ., Δημ., κ.λπ.· λόγον ἐγγράφειν, σε Δημ., κ.λπ.· λόγον ἀποφέρειν, σε Αισχίν.· πρβλ. λογιστής. III. η προσήκουσα σχέση, συμμετρία, αναλογία, κατὰλόγον τινός ή τινί, σε Ηρόδ., Αττ. Γ. Ὁ Λόγος, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, περιλαμβάνει και τις δύο παραπάνω σημασίες, Λόγου και Σκέψης, σε Κ.Δ.