LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λόγιος"
- λόγιος, -α, -ον (λόγος)· I. 1. επιτήδειος σε διηγήματα ή ιστορία, (λόγος IV)· ως ουσ., χρονογράφος, χρονικογράφος, σε Ηρόδ. 2. γενικά, πεπαιδευμένος, πολυμαθής, εγγράμματος, σε Αριστ., κ.λπ. II. έμπειρος στους λόγους, εύγλωττος, σε Ευρ., Πλούτ.