Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λωτός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λωτός, -οῦ, , όνομα πολλών φυτών: I. Ελληνικός λωτός, φυτό το οποίο έτρωγαν τα άλογα, είδος τριφυλλιού, σε Όμηρ. II. Κυρηναϊκός λωτός, θάμνος της Αφρικής, του οποίου ο καρπός χρησίμευε σαν τροφή σε κάποιες συγκεκριμένες φυλές της παραλίας, απ' όπου κι οι επονομαζόμενοι Λωτοφάγοι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. III. Αιγυπτιακός λωτός, το κρίνο του Νείλου, σε Ηρόδ. IV. δέντρο της Βόρειας Αφρικής· διακρίνεται για το σκληρό μαύρο ξύλο του, από το οποίο κατασκευάζονταν οι αυλοί· απ' όπου, Λίβυς λωτός, χρησιμ. από τους ποιητές αντί αὐλός, σε Ευρ.