LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λωποδυτέω"
- λωποδῠτέω, μέλ. λωποδυτήσω, I. κλέβω τα ρούχα, κυρίως από λουόμενους ή ταξιδιώτες, σε Πλάτ., Ξεν. II. γενικά, κλέβω, ληστεύω, αρπάζω, σε Αριστοφ.