LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λυτήρ"
- λῠτήρ, -ῆρος, ὁ (λύω)· I. κάποιος που απαλλάσσει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής, σε Ευρ. II. διαιτητής, αυτός που εκφέρει απόφαση, κριτής, νεικέων, σε Αισχύλ.
- λῠτήριος, -ον (λύω)· I. αυτός που απολυτρώνει, αυτός που ανακουφίζει, που απαλλάσσει, σωτήριος, σωστικός, σε Αισχύλ.· με γεν., τῶνδ' ἐμοὶ λυτήριος, λυτρωτής μου από αυτά τα πράγματα, στον ίδ.· ἐκθανάτου λυτήριος, σε Ευρ. II. λύτρον, αποζημίωση, εξόφληση, ανταμοιβή, σε Πίνδ.