Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λυπηρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λῡπηρός, , -όν (λυπέωI. λέγεται για πράγματα, λυπηρός, θλιβερός, Λατ. molestus, σε Ηρόδ., Αττ. II. λέγεται για πρόσωπα: 1. με θετική σημασία, αυτός που προκαλεί λύπη με την αναχώρησή του, σε Ευρ. 2. με αρνητική σημασία, αυτός που προξενεί πόνο, ενοχλητικός, οχληρός, δυσάρεστος, σε Σοφ., Θουκ., κ.λπ. III. επίρρ., λυπηρῶς, θλιβερά, έστι ώστε να προκαλεί πόνο, με λύπη, σε Σοφ.· λυπηρῶς ἔχει, είναι λυπηρό, θλιβερό, στον ίδ.